αναδρομικός • (anadromikós) m (feminine αναδρομική, neuter αναδρομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναδρομικός (anadromikós) | αναδρομική (anadromikí) | αναδρομικό (anadromikó) | αναδρομικοί (anadromikoí) | αναδρομικές (anadromikés) | αναδρομικά (anadromiká) | |
genitive | αναδρομικού (anadromikoú) | αναδρομικής (anadromikís) | αναδρομικού (anadromikoú) | αναδρομικών (anadromikón) | αναδρομικών (anadromikón) | αναδρομικών (anadromikón) | |
accusative | αναδρομικό (anadromikó) | αναδρομική (anadromikí) | αναδρομικό (anadromikó) | αναδρομικούς (anadromikoús) | αναδρομικές (anadromikés) | αναδρομικά (anadromiká) | |
vocative | αναδρομικέ (anadromiké) | αναδρομική (anadromikí) | αναδρομικό (anadromikó) | αναδρομικοί (anadromikoí) | αναδρομικές (anadromikés) | αναδρομικά (anadromiká) |