αναιμικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναιμικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναιμικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναιμικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναιμικός you have here. The definition of the word αναιμικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναιμικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναιμικός (anaimikósm (feminine αναιμική, neuter αναιμικό)

  1. (medicine) anaemic, anemic

Declension

Declension of αναιμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιμικός (anaimikós) αναιμική (anaimikí) αναιμικό (anaimikó) αναιμικοί (anaimikoí) αναιμικές (anaimikés) αναιμικά (anaimiká)
genitive αναιμικού (anaimikoú) αναιμικής (anaimikís) αναιμικού (anaimikoú) αναιμικών (anaimikón) αναιμικών (anaimikón) αναιμικών (anaimikón)
accusative αναιμικό (anaimikó) αναιμική (anaimikí) αναιμικό (anaimikó) αναιμικούς (anaimikoús) αναιμικές (anaimikés) αναιμικά (anaimiká)
vocative αναιμικέ (anaimiké) αναιμική (anaimikí) αναιμικό (anaimikó) αναιμικοί (anaimikoí) αναιμικές (anaimikés) αναιμικά (anaimiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναιμικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναιμικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιμικότερος (anaimikóteros) αναιμικότερη (anaimikóteri) αναιμικότερο (anaimikótero) αναιμικότεροι (anaimikóteroi) αναιμικότερες (anaimikóteres) αναιμικότερα (anaimikótera)
genitive αναιμικότερου (anaimikóterou) αναιμικότερης (anaimikóteris) αναιμικότερου (anaimikóterou) αναιμικότερων (anaimikóteron) αναιμικότερων (anaimikóteron) αναιμικότερων (anaimikóteron)
accusative αναιμικότερο (anaimikótero) αναιμικότερη (anaimikóteri) αναιμικότερο (anaimikótero) αναιμικότερους (anaimikóterous) αναιμικότερες (anaimikóteres) αναιμικότερα (anaimikótera)
vocative αναιμικότερε (anaimikótere) αναιμικότερη (anaimikóteri) αναιμικότερο (anaimikótero) αναιμικότεροι (anaimikóteroi) αναιμικότερες (anaimikóteres) αναιμικότερα (anaimikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αναιμικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιμικότατος (anaimikótatos) αναιμικότατη (anaimikótati) αναιμικότατο (anaimikótato) αναιμικότατοι (anaimikótatoi) αναιμικότατες (anaimikótates) αναιμικότατα (anaimikótata)
genitive αναιμικότατου (anaimikótatou) αναιμικότατης (anaimikótatis) αναιμικότατου (anaimikótatou) αναιμικότατων (anaimikótaton) αναιμικότατων (anaimikótaton) αναιμικότατων (anaimikótaton)
accusative αναιμικότατο (anaimikótato) αναιμικότατη (anaimikótati) αναιμικότατο (anaimikótato) αναιμικότατους (anaimikótatous) αναιμικότατες (anaimikótates) αναιμικότατα (anaimikótata)
vocative αναιμικότατε (anaimikótate) αναιμικότατη (anaimikótati) αναιμικότατο (anaimikótato) αναιμικότατοι (anaimikótatoi) αναιμικότατες (anaimikótates) αναιμικότατα (anaimikótata)