αναλφάβητος • (analfávitos) m (feminine αναλφάβητη, neuter αναλφάβητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναλφάβητος (analfávitos) | αναλφάβητη (analfáviti) | αναλφάβητο (analfávito) | αναλφάβητοι (analfávitoi) | αναλφάβητες (analfávites) | αναλφάβητα (analfávita) | |
genitive | αναλφάβητου (analfávitou) | αναλφάβητης (analfávitis) | αναλφάβητου (analfávitou) | αναλφάβητων (analfáviton) | αναλφάβητων (analfáviton) | αναλφάβητων (analfáviton) | |
accusative | αναλφάβητο (analfávito) | αναλφάβητη (analfáviti) | αναλφάβητο (analfávito) | αναλφάβητους (analfávitous) | αναλφάβητες (analfávites) | αναλφάβητα (analfávita) | |
vocative | αναλφάβητε (analfávite) | αναλφάβητη (analfáviti) | αναλφάβητο (analfávito) | αναλφάβητοι (analfávitoi) | αναλφάβητες (analfávites) | αναλφάβητα (analfávita) |
αναλφάβητος • (analfávitos) m (plural αναλφάβητοι, feminine αναλφάβητη)