αναπνευστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αναπνευστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αναπνευστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αναπνευστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αναπνευστικός you have here. The definition of the word αναπνευστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαναπνευστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αναπνευστικός (anapnefstikósm (feminine αναπνευστική, neuter αναπνευστικό)

  1. respiratory, breathing

Declension

Declension of αναπνευστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπνευστικός (anapnefstikós) αναπνευστική (anapnefstikí) αναπνευστικό (anapnefstikó) αναπνευστικοί (anapnefstikoí) αναπνευστικές (anapnefstikés) αναπνευστικά (anapnefstiká)
genitive αναπνευστικού (anapnefstikoú) αναπνευστικής (anapnefstikís) αναπνευστικού (anapnefstikoú) αναπνευστικών (anapnefstikón) αναπνευστικών (anapnefstikón) αναπνευστικών (anapnefstikón)
accusative αναπνευστικό (anapnefstikó) αναπνευστική (anapnefstikí) αναπνευστικό (anapnefstikó) αναπνευστικούς (anapnefstikoús) αναπνευστικές (anapnefstikés) αναπνευστικά (anapnefstiká)
vocative αναπνευστικέ (anapnefstiké) αναπνευστική (anapnefstikí) αναπνευστικό (anapnefstikó) αναπνευστικοί (anapnefstikoí) αναπνευστικές (anapnefstikés) αναπνευστικά (anapnefstiká)