αναπνευστικός • (anapnefstikós) m (feminine αναπνευστική, neuter αναπνευστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναπνευστικός (anapnefstikós) | αναπνευστική (anapnefstikí) | αναπνευστικό (anapnefstikó) | αναπνευστικοί (anapnefstikoí) | αναπνευστικές (anapnefstikés) | αναπνευστικά (anapnefstiká) | |
genitive | αναπνευστικού (anapnefstikoú) | αναπνευστικής (anapnefstikís) | αναπνευστικού (anapnefstikoú) | αναπνευστικών (anapnefstikón) | αναπνευστικών (anapnefstikón) | αναπνευστικών (anapnefstikón) | |
accusative | αναπνευστικό (anapnefstikó) | αναπνευστική (anapnefstikí) | αναπνευστικό (anapnefstikó) | αναπνευστικούς (anapnefstikoús) | αναπνευστικές (anapnefstikés) | αναπνευστικά (anapnefstiká) | |
vocative | αναπνευστικέ (anapnefstiké) | αναπνευστική (anapnefstikí) | αναπνευστικό (anapnefstikó) | αναπνευστικοί (anapnefstikoí) | αναπνευστικές (anapnefstikés) | αναπνευστικά (anapnefstiká) |