ανατριχιαστικός • (anatrichiastikós) m (feminine ανατριχιαστική, neuter ανατριχιαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανατριχιαστικός (anatrichiastikós) | ανατριχιαστική (anatrichiastikí) | ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) | ανατριχιαστικοί (anatrichiastikoí) | ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) | ανατριχιαστικά (anatrichiastiká) | |
genitive | ανατριχιαστικού (anatrichiastikoú) | ανατριχιαστικής (anatrichiastikís) | ανατριχιαστικού (anatrichiastikoú) | ανατριχιαστικών (anatrichiastikón) | ανατριχιαστικών (anatrichiastikón) | ανατριχιαστικών (anatrichiastikón) | |
accusative | ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) | ανατριχιαστική (anatrichiastikí) | ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) | ανατριχιαστικούς (anatrichiastikoús) | ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) | ανατριχιαστικά (anatrichiastiká) | |
vocative | ανατριχιαστικέ (anatrichiastiké) | ανατριχιαστική (anatrichiastikí) | ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) | ανατριχιαστικοί (anatrichiastikoí) | ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) | ανατριχιαστικά (anatrichiastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατριχιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατριχιαστικός, etc.)