ανατριχιαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανατριχιαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανατριχιαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανατριχιαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανατριχιαστικός you have here. The definition of the word ανατριχιαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανατριχιαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανατριχιαστικός (anatrichiastikósm (feminine ανατριχιαστική, neuter ανατριχιαστικό)

  1. terrifying, frightening
  2. gruesome, ghastly

Declension

Declension of ανατριχιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανατριχιαστικός (anatrichiastikós) ανατριχιαστική (anatrichiastikí) ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) ανατριχιαστικοί (anatrichiastikoí) ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) ανατριχιαστικά (anatrichiastiká)
genitive ανατριχιαστικού (anatrichiastikoú) ανατριχιαστικής (anatrichiastikís) ανατριχιαστικού (anatrichiastikoú) ανατριχιαστικών (anatrichiastikón) ανατριχιαστικών (anatrichiastikón) ανατριχιαστικών (anatrichiastikón)
accusative ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) ανατριχιαστική (anatrichiastikí) ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) ανατριχιαστικούς (anatrichiastikoús) ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) ανατριχιαστικά (anatrichiastiká)
vocative ανατριχιαστικέ (anatrichiastiké) ανατριχιαστική (anatrichiastikí) ανατριχιαστικό (anatrichiastikó) ανατριχιαστικοί (anatrichiastikoí) ανατριχιαστικές (anatrichiastikés) ανατριχιαστικά (anatrichiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατριχιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατριχιαστικός, etc.)