ανθυγιεινός • (anthygieinós) m (feminine ανθυγιεινή, neuter ανθυγιεινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθυγιεινός (anthygieinós) | ανθυγιεινή (anthygieiní) | ανθυγιεινό (anthygieinó) | ανθυγιεινοί (anthygieinoí) | ανθυγιεινές (anthygieinés) | ανθυγιεινά (anthygieiná) | |
genitive | ανθυγιεινού (anthygieinoú) | ανθυγιεινής (anthygieinís) | ανθυγιεινού (anthygieinoú) | ανθυγιεινών (anthygieinón) | ανθυγιεινών (anthygieinón) | ανθυγιεινών (anthygieinón) | |
accusative | ανθυγιεινό (anthygieinó) | ανθυγιεινή (anthygieiní) | ανθυγιεινό (anthygieinó) | ανθυγιεινούς (anthygieinoús) | ανθυγιεινές (anthygieinés) | ανθυγιεινά (anthygieiná) | |
vocative | ανθυγιεινέ (anthygieiné) | ανθυγιεινή (anthygieiní) | ανθυγιεινό (anthygieinó) | ανθυγιεινοί (anthygieinoí) | ανθυγιεινές (anthygieinés) | ανθυγιεινά (anthygieiná) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθυγιεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθυγιεινός, etc.)