From αντικείμενο (antikeímeno, “object”) + -ικός (-ikós).
αντικειμενικός • (antikeimenikós) m (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικειμενικός • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικοί • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
genitive | αντικειμενικού • | αντικειμενικής • | αντικειμενικού • | αντικειμενικών • | αντικειμενικών • | αντικειμενικών • |
accusative | αντικειμενικό • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικούς • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
vocative | αντικειμενικέ • | αντικειμενική • | αντικειμενικό • | αντικειμενικοί • | αντικειμενικές • | αντικειμενικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.) |