αντικειμενικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντικειμενικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντικειμενικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντικειμενικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντικειμενικός you have here. The definition of the word αντικειμενικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντικειμενικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From αντικείμενο (antikeímeno, object) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

αντικειμενικός (antikeimenikósm (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)

  1. objective
  2. (grammar) relating to the object of a sentence

Declension

Declension of αντικειμενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικός (antikeimenikós) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικοί (antikeimenikoí) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)
genitive αντικειμενικού (antikeimenikoú) αντικειμενικής (antikeimenikís) αντικειμενικού (antikeimenikoú) αντικειμενικών (antikeimenikón) αντικειμενικών (antikeimenikón) αντικειμενικών (antikeimenikón)
accusative αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικούς (antikeimenikoús) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)
vocative αντικειμενικέ (antikeimeniké) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικοί (antikeimenikoí) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικότερος (antikeimenikóteros) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότεροι (antikeimenikóteroi) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)
genitive αντικειμενικότερου (antikeimenikóterou) αντικειμενικότερης (antikeimenikóteris) αντικειμενικότερου (antikeimenikóterou) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron)
accusative αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότερους (antikeimenikóterous) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)
vocative αντικειμενικότερε (antikeimenikótere) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότεροι (antikeimenikóteroi) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντικειμενικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικότατος (antikeimenikótatos) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατοι (antikeimenikótatoi) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)
genitive αντικειμενικότατου (antikeimenikótatou) αντικειμενικότατης (antikeimenikótatis) αντικειμενικότατου (antikeimenikótatou) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton)
accusative αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατους (antikeimenikótatous) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)
vocative αντικειμενικότατε (antikeimenikótate) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατοι (antikeimenikótatoi) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)

Synonyms

Antonyms

Further reading