αντιπολίτευση • (antipolítefsi) f (plural αντιπολιτεύσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπολίτευση (antipolítefsi) | αντιπολιτεύσεις (antipolitéfseis) |
genitive | αντιπολίτευσης (antipolítefsis) | αντιπολιτεύσεων (antipolitéfseon) |
accusative | αντιπολίτευση (antipolítefsi) | αντιπολιτεύσεις (antipolitéfseis) |
vocative | αντιπολίτευση (antipolítefsi) | αντιπολιτεύσεις (antipolitéfseis) |
Older or formal genitive singular: αντιπολιτεύσεως (antipolitéfseos)