ανυπότακτος • (anypótaktos) m (feminine ανυπότακτη, neuter ανυπότακτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανυπότακτος (anypótaktos) | ανυπότακτη (anypótakti) | ανυπότακτο (anypótakto) | ανυπότακτοι (anypótaktoi) | ανυπότακτες (anypótaktes) | ανυπότακτα (anypótakta) | |
genitive | ανυπότακτου (anypótaktou) | ανυπότακτης (anypótaktis) | ανυπότακτου (anypótaktou) | ανυπότακτων (anypótakton) | ανυπότακτων (anypótakton) | ανυπότακτων (anypótakton) | |
accusative | ανυπότακτο (anypótakto) | ανυπότακτη (anypótakti) | ανυπότακτο (anypótakto) | ανυπότακτους (anypótaktous) | ανυπότακτες (anypótaktes) | ανυπότακτα (anypótakta) | |
vocative | ανυπότακτε (anypótakte) | ανυπότακτη (anypótakti) | ανυπότακτο (anypótakto) | ανυπότακτοι (anypótaktoi) | ανυπότακτες (anypótaktes) | ανυπότακτα (anypótakta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπότακτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπότακτος, etc.)