αξιοκρατικός • (axiokratikós) m (feminine αξιοκρατική, neuter αξιοκρατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοκρατικός (axiokratikós) | αξιοκρατική (axiokratikí) | αξιοκρατικό (axiokratikó) | αξιοκρατικοί (axiokratikoí) | αξιοκρατικές (axiokratikés) | αξιοκρατικά (axiokratiká) | |
genitive | αξιοκρατικού (axiokratikoú) | αξιοκρατικής (axiokratikís) | αξιοκρατικού (axiokratikoú) | αξιοκρατικών (axiokratikón) | αξιοκρατικών (axiokratikón) | αξιοκρατικών (axiokratikón) | |
accusative | αξιοκρατικό (axiokratikó) | αξιοκρατική (axiokratikí) | αξιοκρατικό (axiokratikó) | αξιοκρατικούς (axiokratikoús) | αξιοκρατικές (axiokratikés) | αξιοκρατικά (axiokratiká) | |
vocative | αξιοκρατικέ (axiokratiké) | αξιοκρατική (axiokratikí) | αξιοκρατικό (axiokratikó) | αξιοκρατικοί (axiokratikoí) | αξιοκρατικές (axiokratikés) | αξιοκρατικά (axiokratiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοκρατικός, etc.)