απαράδεκτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαράδεκτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαράδεκτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαράδεκτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαράδεκτος you have here. The definition of the word απαράδεκτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαράδεκτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Etymology

From Koine Greek ἀπαράδεκτος (aparádektos), equivalent to α- (a-, not, un-, a-) +‎ παραδεκτός (paradektós, acceptable, accepted).

Pronunciation

  • IPA(key): /apaˈɾaðektos/
  • Hyphenation: α‧πα‧ρά‧δε‧κτος

Adjective

απαράδεκτος (aparádektosm (feminine απαράδεκτη, neuter απαράδεκτο)

  1. unacceptable, objectionable
    Synonyms: αθέμιτος (athémitos), ανεπίτρεπτος (anepítreptos)
    Antonym: παραδεκτός (paradektós)
    Το φαγητό που σερβίρουν εδώ είναι εντελώς απαράδεκτο.
    To fagitó pou servíroun edó eínai entelós aparádekto.
    The food they serve here is completely unacceptable.
  2. (law) inadmissible
    Synonyms: αθέμιτος (athémitos), ανεπίτρεπτος (anepítreptos)
    Antonym: παραδεκτός (paradektós)

Declension

Declension of απαράδεκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράδεκτος (aparádektos) απαράδεκτη (aparádekti) απαράδεκτο (aparádekto) απαράδεκτοι (aparádektoi) απαράδεκτες (aparádektes) απαράδεκτα (aparádekta)
genitive απαράδεκτου (aparádektou) απαράδεκτης (aparádektis) απαράδεκτου (aparádektou) απαράδεκτων (aparádekton) απαράδεκτων (aparádekton) απαράδεκτων (aparádekton)
accusative απαράδεκτο (aparádekto) απαράδεκτη (aparádekti) απαράδεκτο (aparádekto) απαράδεκτους (aparádektous) απαράδεκτες (aparádektes) απαράδεκτα (aparádekta)
vocative απαράδεκτε (aparádekte) απαράδεκτη (aparádekti) απαράδεκτο (aparádekto) απαράδεκτοι (aparádektoi) απαράδεκτες (aparádektes) απαράδεκτα (aparádekta)

Derived terms