From Ancient Greek ἁπλοῦς (haploûs).
απλός • (aplós) m (feminine απλή, neuter απλό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλός • | απλή • | απλό • | απλοί • | απλές • | απλά • |
genitive | απλού • | απλής • | απλού • | απλών • | απλών • | απλών • |
accusative | απλό • | απλή • | απλό • | απλούς • | απλές • | απλά • |
vocative | απλέ • | απλή • | απλό • | απλοί • | απλές • | απλά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούστερος • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστεροι • | απλούστερες • | απλούστερα • |
genitive | απλούστερου • | απλούστερης • | απλούστερου • | απλούστερων • | απλούστερων • | απλούστερων • |
accusative | απλούστερο • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστερους • | απλούστερες • | απλούστερα • |
vocative | απλούστερε • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστεροι • | απλούστερες • | απλούστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο απλούστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούστατος • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατοι • | απλούστατες • | απλούστατα • |
genitive | απλούστατου • | απλούστατης • | απλούστατου • | απλούστατων • | απλούστατων • | απλούστατων • |
accusative | απλούστατο • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατους • | απλούστατες • | απλούστατα • |
vocative | απλούστατε • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατοι • | απλούστατες • | απλούστατα • |