απλός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απλός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απλός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απλός in singular and plural. Everything you need to know about the word απλός you have here. The definition of the word απλός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπλός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἁπλοῦς (haploûs).

Pronunciation

Adjective

απλός (aplósm (feminine απλή, neuter απλό)

  1. plain, simple, uncomplicated
    απλό νερόapló neróstill water
    η απλή ζωήi aplí zoḯthe simple life
  2. plain, unadorned
    Synonyms: αποίκιλτος (apoíkiltos), απλούμιστος (aploúmistos), ακόσμητος (akósmitos)
  3. single, one-way
    απλό εισιτήριοapló eisitírioone-way ticket
  4. naive
    Synonym: απλοϊκός (aploïkós)

Declension

Declension of απλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλός (aplós) απλή (aplí) απλό (apló) απλοί (aploí) απλές (aplés) απλά (aplá)
genitive απλού (aploú) απλής (aplís) απλού (aploú) απλών (aplón) απλών (aplón) απλών (aplón)
accusative απλό (apló) απλή (aplí) απλό (apló) απλούς (aploús) απλές (aplés) απλά (aplá)
vocative απλέ (aplé) απλή (aplí) απλό (apló) απλοί (aploí) απλές (aplés) απλά (aplá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλούστερος (aploústeros) απλούστερη (aploústeri) απλούστερο (aploústero) απλούστεροι (aploústeroi) απλούστερες (aploústeres) απλούστερα (aploústera)
genitive απλούστερου (aploústerou) απλούστερης (aploústeris) απλούστερου (aploústerou) απλούστερων (aploústeron) απλούστερων (aploústeron) απλούστερων (aploústeron)
accusative απλούστερο (aploústero) απλούστερη (aploústeri) απλούστερο (aploústero) απλούστερους (aploústerous) απλούστερες (aploústeres) απλούστερα (aploústera)
vocative απλούστερε (aploústere) απλούστερη (aploústeri) απλούστερο (aploústero) απλούστεροι (aploústeroi) απλούστερες (aploústeres) απλούστερα (aploústera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο απλούστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλούστατος (aploústatos) απλούστατη (aploústati) απλούστατο (aploústato) απλούστατοι (aploústatoi) απλούστατες (aploústates) απλούστατα (aploústata)
genitive απλούστατου (aploústatou) απλούστατης (aploústatis) απλούστατου (aploústatou) απλούστατων (aploústaton) απλούστατων (aploústaton) απλούστατων (aploústaton)
accusative απλούστατο (aploústato) απλούστατη (aploústati) απλούστατο (aploústato) απλούστατους (aploústatous) απλούστατες (aploústates) απλούστατα (aploústata)
vocative απλούστατε (aploústate) απλούστατη (aploústati) απλούστατο (aploústato) απλούστατοι (aploústatoi) απλούστατες (aploústates) απλούστατα (aploústata)

Derived terms