αποδιοπομπαίος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποδιοπομπαίος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποδιοπομπαίος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποδιοπομπαίος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποδιοπομπαίος you have here. The definition of the word αποδιοπομπαίος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποδιοπομπαίος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποδιοπομπαίος (apodiopompaíosm (feminine αποδιοπομπαία, neuter αποδιοπομπαίο)

  1. outcast, abominable
    αποδιοπομπαίος τράγοςapodiopompaíos trágosscapegoat (literally, “outcast goat”)

Declension

Declension of αποδιοπομπαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίοι (apodiopompaíoi) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)
genitive αποδιοπομπαίου (apodiopompaíou) αποδιοπομπαίας (apodiopompaías) αποδιοπομπαίου (apodiopompaíou) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon)
accusative αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίους (apodiopompaíous) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)
vocative αποδιοπομπαίε (apodiopompaíe) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίοι (apodiopompaíoi) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)

Synonyms

Derived terms