From Hellenistic Koine Greek ᾰ̓ποκρουστικός (“able to drive off, able to dispel”). The morden sense, a semantic loan from French répulsif.
αποκρουστικός • (apokroustikós) m (feminine αποκρουστική, neuter αποκρουστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκρουστικός • | αποκρουστική • | αποκρουστικό • | αποκρουστικοί • | αποκρουστικές • | αποκρουστικά • |
genitive | αποκρουστικού • | αποκρουστικής • | αποκρουστικού • | αποκρουστικών • | αποκρουστικών • | αποκρουστικών • |
accusative | αποκρουστικό • | αποκρουστική • | αποκρουστικό • | αποκρουστικούς • | αποκρουστικές • | αποκρουστικά • |
vocative | αποκρουστικέ • | αποκρουστική • | αποκρουστικό • | αποκρουστικοί • | αποκρουστικές • | αποκρουστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκρουστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκρουστικός, etc.) |