απολυταρχικός • (apolytarchikós) m (feminine απολυταρχική, neuter απολυταρχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απολυταρχικός (apolytarchikós) | απολυταρχική (apolytarchikí) | απολυταρχικό (apolytarchikó) | απολυταρχικοί (apolytarchikoí) | απολυταρχικές (apolytarchikés) | απολυταρχικά (apolytarchiká) | |
genitive | απολυταρχικού (apolytarchikoú) | απολυταρχικής (apolytarchikís) | απολυταρχικού (apolytarchikoú) | απολυταρχικών (apolytarchikón) | απολυταρχικών (apolytarchikón) | απολυταρχικών (apolytarchikón) | |
accusative | απολυταρχικό (apolytarchikó) | απολυταρχική (apolytarchikí) | απολυταρχικό (apolytarchikó) | απολυταρχικούς (apolytarchikoús) | απολυταρχικές (apolytarchikés) | απολυταρχικά (apolytarchiká) | |
vocative | απολυταρχικέ (apolytarchiké) | απολυταρχική (apolytarchikí) | απολυταρχικό (apolytarchikó) | απολυταρχικοί (apolytarchikoí) | απολυταρχικές (apolytarchikés) | απολυταρχικά (apolytarchiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απολυταρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απολυταρχικός, etc.)