From Hellenistic Koine Greek ἀρκτικός, from ἄρκτ(ος) ("bear") + -ικός.[1]
αρκτικός • (arktikós) m (feminine αρκτική, neuter αρκτικό)
From Ancient Greek ἀρκτικός, from ἀρκ- of ἄρχω (árkhō) (sense: "begin") + -τικός.[1]
αρκτικός • (arktikós) m (feminine αρκτική, neuter αρκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρκτικός (arktikós) | αρκτική (arktikí) | αρκτικό (arktikó) | αρκτικοί (arktikoí) | αρκτικές (arktikés) | αρκτικά (arktiká) | |
genitive | αρκτικού (arktikoú) | αρκτικής (arktikís) | αρκτικού (arktikoú) | αρκτικών (arktikón) | αρκτικών (arktikón) | αρκτικών (arktikón) | |
accusative | αρκτικό (arktikó) | αρκτική (arktikí) | αρκτικό (arktikó) | αρκτικούς (arktikoús) | αρκτικές (arktikés) | αρκτικά (arktiká) | |
vocative | αρκτικέ (arktiké) | αρκτική (arktikí) | αρκτικό (arktikó) | αρκτικοί (arktikoí) | αρκτικές (arktikés) | αρκτικά (arktiká) |