From Ancient Greek αὐστηρός (austērós).
αυστηρός • (afstirós) m (feminine αυστηρή or αυστηρά, neuter αυστηρό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυστηρός (afstirós) | αυστηρή (afstirí) αυστηρά (afstirá) |
αυστηρό (afstiró) | αυστηροί (afstiroí) | αυστηρές (afstirés) | αυστηρά (afstirá) | |
genitive | αυστηρού (afstiroú) | αυστηρής (afstirís) αυστηράς (afstirás) |
αυστηρού (afstiroú) | αυστηρών (afstirón) | αυστηρών (afstirón) | αυστηρών (afstirón) | |
accusative | αυστηρό (afstiró) | αυστηρή (afstirí) αυστηρά (afstirá) |
αυστηρό (afstiró) | αυστηρούς (afstiroús) | αυστηρές (afstirés) | αυστηρά (afstirá) | |
vocative | αυστηρέ (afstiré) | αυστηρή (afstirí) αυστηρά (afstirá) |
αυστηρό (afstiró) | αυστηροί (afstiroí) | αυστηρές (afstirés) | αυστηρά (afstirá) |
Notes: Those in -ά are learned forms.
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυστηρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυστηρός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυστηρότερος", etc)
|