αυστηρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αυστηρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αυστηρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αυστηρός in singular and plural. Everything you need to know about the word αυστηρός you have here. The definition of the word αυστηρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαυστηρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek αὐστηρός (austērós).

Adjective

αυστηρός (afstirósm (feminine αυστηρή or αυστηρά, neuter αυστηρό)

  1. strict, severe, harsh
  2. austere

Declension

Declension of αυστηρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρός (afstirós) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηροί (afstiroí) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)
genitive αυστηρού (afstiroú) αυστηρής (afstirís)
αυστηράς (afstirás)
αυστηρού (afstiroú) αυστηρών (afstirón) αυστηρών (afstirón) αυστηρών (afstirón)
accusative αυστηρό (afstiró) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηρούς (afstiroús) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)
vocative αυστηρέ (afstiré) αυστηρή (afstirí)
αυστηρά (afstirá)
αυστηρό (afstiró) αυστηροί (afstiroí) αυστηρές (afstirés) αυστηρά (afstirá)

Notes: Those in are learned forms.
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυστηρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυστηρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρότερος (afstiróteros) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότεροι (afstiróteroi) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)
genitive αυστηρότερου (afstiróterou) αυστηρότερης (afstiróteris) αυστηρότερου (afstiróterou) αυστηρότερων (afstiróteron) αυστηρότερων (afstiróteron) αυστηρότερων (afstiróteron)
accusative αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότερους (afstiróterous) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)
vocative αυστηρότερε (afstirótere) αυστηρότερη (afstiróteri) αυστηρότερο (afstirótero) αυστηρότεροι (afstiróteroi) αυστηρότερες (afstiróteres) αυστηρότερα (afstirótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυστηρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυστηρότατος (afstirótatos) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατοι (afstirótatoi) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)
genitive αυστηρότατου (afstirótatou) αυστηρότατης (afstirótatis) αυστηρότατου (afstirótatou) αυστηρότατων (afstirótaton) αυστηρότατων (afstirótaton) αυστηρότατων (afstirótaton)
accusative αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατους (afstirótatous) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)
vocative αυστηρότατε (afstirótate) αυστηρότατη (afstirótati) αυστηρότατο (afstirótato) αυστηρότατοι (afstirótatoi) αυστηρότατες (afstirótates) αυστηρότατα (afstirótata)