αυτοματικός • (aftomatikós) m (feminine αυτοματική, neuter αυτοματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοματικός • | αυτοματική • | αυτοματικό • | αυτοματικοί • | αυτοματικές • | αυτοματικά • |
genitive | αυτοματικού • | αυτοματικής • | αυτοματικού • | αυτοματικών • | αυτοματικών • | αυτοματικών • |
accusative | αυτοματικό • | αυτοματική • | αυτοματικό • | αυτοματικούς • | αυτοματικές • | αυτοματικά • |
vocative | αυτοματικέ • | αυτοματική • | αυτοματικό • | αυτοματικοί • | αυτοματικές • | αυτοματικά • |