αυτόνομος • (aftónomos) m (feminine αυτόνομη, neuter αυτόνομο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτόνομος (aftónomos) | αυτόνομη (aftónomi) | αυτόνομο (aftónomo) | αυτόνομοι (aftónomoi) | αυτόνομες (aftónomes) | αυτόνομα (aftónoma) | |
genitive | αυτόνομου (aftónomou) | αυτόνομης (aftónomis) | αυτόνομου (aftónomou) | αυτόνομων (aftónomon) | αυτόνομων (aftónomon) | αυτόνομων (aftónomon) | |
accusative | αυτόνομο (aftónomo) | αυτόνομη (aftónomi) | αυτόνομο (aftónomo) | αυτόνομους (aftónomous) | αυτόνομες (aftónomes) | αυτόνομα (aftónoma) | |
vocative | αυτόνομε (aftónome) | αυτόνομη (aftónomi) | αυτόνομο (aftónomo) | αυτόνομοι (aftónomoi) | αυτόνομες (aftónomes) | αυτόνομα (aftónoma) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόνομος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόνομος, etc.)