γαλλικός • (gallikós) m (feminine γαλλική, neuter γαλλικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γαλλικός (gallikós) | γαλλική (gallikí) | γαλλικό (gallikó) | γαλλικοί (gallikoí) | γαλλικές (gallikés) | γαλλικά (galliká) | |
genitive | γαλλικού (gallikoú) | γαλλικής (gallikís) | γαλλικού (gallikoú) | γαλλικών (gallikón) | γαλλικών (gallikón) | γαλλικών (gallikón) | |
accusative | γαλλικό (gallikó) | γαλλική (gallikí) | γαλλικό (gallikó) | γαλλικούς (gallikoús) | γαλλικές (gallikés) | γαλλικά (galliká) | |
vocative | γαλλικέ (galliké) | γαλλική (gallikí) | γαλλικό (gallikó) | γαλλικοί (gallikoí) | γαλλικές (gallikés) | γαλλικά (galliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλλικός, etc.)