Learnedly from διαπραγματεύ(ομαι) (diapragmatév(omai)) + -ση (-si), a calque of French negotiation.[1]
διαπραγμάτευση • (diapragmátefsi) f (plural διαπραγματεύσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) | διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis) |
genitive | διαπραγμάτευσης (diapragmátefsis) | διαπραγματεύσεων (diapragmatéfseon) |
accusative | διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) | διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis) |
vocative | διαπραγμάτευση (diapragmátefsi) | διαπραγματεύσεις (diapragmatéfseis) |
Older or formal genitive singular: διαπραγματεύσεως (diapragmatéfseos)