διορθώνω • (diorthóno) (past διόρθωσα, passive διορθώνομαι, p‑past διορθώθηκα, ppp διορθωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διορθώνω | διορθώσω | διορθώνομαι | διορθωθώ |
2 sg | διορθώνεις | διορθώσεις | διορθώνεσαι | διορθωθείς |
3 sg | διορθώνει | διορθώσει | διορθώνεται | διορθωθεί |
1 pl | διορθώνουμε, [‑ομε] | διορθώσουμε, [‑ομε] | διορθωνόμαστε | διορθωθούμε |
2 pl | διορθώνετε | διορθώσετε | διορθώνεστε, διορθωνόσαστε | διορθωθείτε |
3 pl | διορθώνουν(ε) | διορθώσουν(ε) | διορθώνονται | διορθωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διόρθωνα | διόρθωσα | διορθωνόμουν(α) | διορθώθηκα |
2 sg | διόρθωνες | διόρθωσες | διορθωνόσουν(α) | διορθώθηκες |
3 sg | διόρθωνε | διόρθωσε | διορθωνόταν(ε) | διορθώθηκε |
1 pl | διορθώναμε | διορθώσαμε | διορθωνόμασταν, (‑όμαστε) | διορθωθήκαμε |
2 pl | διορθώνατε | διορθώσατε | διορθωνόσασταν, (‑όσαστε) | διορθωθήκατε |
3 pl | διόρθωναν, διορθώναν(ε) | διόρθωσαν, διορθώσαν(ε) | διορθώνονταν, (διορθωνόντουσαν) | διορθώθηκαν, διορθωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διορθώνω ➤ | θα διορθώσω ➤ | θα διορθώνομαι ➤ | θα διορθωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διορθώνεις, … | θα διορθώσεις, … | θα διορθώνεσαι, … | θα διορθωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διορθώσει έχω, έχεις, … διορθωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διορθωθεί είμαι, είσαι, … διορθωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διορθώσει είχα, είχες, … διορθωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διορθωθεί ήμουν, ήσουν, … διορθωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διορθώσει θα έχω, θα έχεις, … διορθωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διορθωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διορθωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διόρθωνε | διόρθωσε | — | διορθώσου |
2 pl | διορθώνετε | διορθώστε | διορθώνεστε | διορθωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διορθώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διορθώσει ➤ | διορθωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διορθώσει | διορθωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||