δουλικός • (doulikós) m (feminine δουλική, neuter δουλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δουλικός • | δουλική • | δουλικό • | δουλικοί • | δουλικές • | δουλικά • |
genitive | δουλικού • | δουλικής • | δουλικού • | δουλικών • | δουλικών • | δουλικών • |
accusative | δουλικό • | δουλική • | δουλικό • | δουλικούς • | δουλικές • | δουλικά • |
vocative | δουλικέ • | δουλική • | δουλικό • | δουλικοί • | δουλικές • | δουλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δουλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δουλικός, etc.) |