Learned borrowing from Ancient Greek δραστήριος (drastḗrios).[1]
δραστήριος • (drastírios) m (feminine δραστήρια, neuter δραστήριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δραστήριος • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριοι • | δραστήριες • | δραστήρια • |
genitive | δραστήριου • | δραστήριας • | δραστήριου • | δραστήριων • | δραστήριων • | δραστήριων • |
accusative | δραστήριο • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριους • | δραστήριες • | δραστήρια • |
vocative | δραστήριε • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριοι • | δραστήριες • | δραστήρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δραστήριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δραστήριος, etc.) |