Learned borrowing from Koine Greek δῠτικός (dutikós). Morphologically δύω (dýo) + -τικός (-tikós). In the proper senses, semantic loan from French occidental and English western.
δυτικός • (dytikós) m (feminine δυτική, neuter δυτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικός • | δυτική • | δυτικό • | δυτικοί • | δυτικές • | δυτικά • |
genitive | δυτικού • | δυτικής • | δυτικού • | δυτικών • | δυτικών • | δυτικών • |
accusative | δυτικό • | δυτική • | δυτικό • | δυτικούς • | δυτικές • | δυτικά • |
vocative | δυτικέ • | δυτική • | δυτικό • | δυτικοί • | δυτικές • | δυτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυτικός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυτικότερος • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότεροι • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
genitive | δυτικότερου • | δυτικότερης • | δυτικότερου • | δυτικότερων • | δυτικότερων • | δυτικότερων • |
accusative | δυτικότερο • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότερους • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
vocative | δυτικότερε • | δυτικότερη • | δυτικότερο • | δυτικότεροι • | δυτικότερες • | δυτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δυτικότερος", etc) |
δυτικός • (dytikós) m (plural δυτικοί)