εθνικιστικός • (ethnikistikós) m (feminine εθνικιστική, neuter εθνικιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εθνικιστικός (ethnikistikós) | εθνικιστική (ethnikistikí) | εθνικιστικό (ethnikistikó) | εθνικιστικοί (ethnikistikoí) | εθνικιστικές (ethnikistikés) | εθνικιστικά (ethnikistiká) | |
genitive | εθνικιστικού (ethnikistikoú) | εθνικιστικής (ethnikistikís) | εθνικιστικού (ethnikistikoú) | εθνικιστικών (ethnikistikón) | εθνικιστικών (ethnikistikón) | εθνικιστικών (ethnikistikón) | |
accusative | εθνικιστικό (ethnikistikó) | εθνικιστική (ethnikistikí) | εθνικιστικό (ethnikistikó) | εθνικιστικούς (ethnikistikoús) | εθνικιστικές (ethnikistikés) | εθνικιστικά (ethnikistiká) | |
vocative | εθνικιστικέ (ethnikistiké) | εθνικιστική (ethnikistikí) | εθνικιστικό (ethnikistikó) | εθνικιστικοί (ethnikistikoí) | εθνικιστικές (ethnikistikés) | εθνικιστικά (ethnikistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθνικιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθνικιστικός, etc.)