Learnedly from εξω- (exo-) + πραγματικός (pragmatikós), a calque of English unrealistic.[1]
εξωπραγματικός • (exopragmatikós) m (feminine εξωπραγματική, neuter εξωπραγματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξωπραγματικός (exopragmatikós) | εξωπραγματική (exopragmatikí) | εξωπραγματικό (exopragmatikó) | εξωπραγματικοί (exopragmatikoí) | εξωπραγματικές (exopragmatikés) | εξωπραγματικά (exopragmatiká) | |
genitive | εξωπραγματικού (exopragmatikoú) | εξωπραγματικής (exopragmatikís) | εξωπραγματικού (exopragmatikoú) | εξωπραγματικών (exopragmatikón) | εξωπραγματικών (exopragmatikón) | εξωπραγματικών (exopragmatikón) | |
accusative | εξωπραγματικό (exopragmatikó) | εξωπραγματική (exopragmatikí) | εξωπραγματικό (exopragmatikó) | εξωπραγματικούς (exopragmatikoús) | εξωπραγματικές (exopragmatikés) | εξωπραγματικά (exopragmatiká) | |
vocative | εξωπραγματικέ (exopragmatiké) | εξωπραγματική (exopragmatikí) | εξωπραγματικό (exopragmatikó) | εξωπραγματικοί (exopragmatikoí) | εξωπραγματικές (exopragmatikés) | εξωπραγματικά (exopragmatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωπραγματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωπραγματικός, etc.)