εξωπραγματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εξωπραγματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εξωπραγματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εξωπραγματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εξωπραγματικός you have here. The definition of the word εξωπραγματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεξωπραγματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from εξω- (exo-) +‎ πραγματικός (pragmatikós), a calque of English unrealistic.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /e.kso.pɾaɣ.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧ξω‧πραγ‧μα‧τι‧κός

Adjective

εξωπραγματικός (exopragmatikósm (feminine εξωπραγματική, neuter εξωπραγματικό)

  1. unrealistic

Declension

Declension of εξωπραγματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξωπραγματικός (exopragmatikós) εξωπραγματική (exopragmatikí) εξωπραγματικό (exopragmatikó) εξωπραγματικοί (exopragmatikoí) εξωπραγματικές (exopragmatikés) εξωπραγματικά (exopragmatiká)
genitive εξωπραγματικού (exopragmatikoú) εξωπραγματικής (exopragmatikís) εξωπραγματικού (exopragmatikoú) εξωπραγματικών (exopragmatikón) εξωπραγματικών (exopragmatikón) εξωπραγματικών (exopragmatikón)
accusative εξωπραγματικό (exopragmatikó) εξωπραγματική (exopragmatikí) εξωπραγματικό (exopragmatikó) εξωπραγματικούς (exopragmatikoús) εξωπραγματικές (exopragmatikés) εξωπραγματικά (exopragmatiká)
vocative εξωπραγματικέ (exopragmatiké) εξωπραγματική (exopragmatikí) εξωπραγματικό (exopragmatikó) εξωπραγματικοί (exopragmatikoí) εξωπραγματικές (exopragmatikés) εξωπραγματικά (exopragmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξωπραγματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξωπραγματικός, etc.)

Derived terms

References

  1. ^ εξωπραγματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language