Learned borrowing from Ancient Greek ἑορταστικός (heortastikós).[1]
εορταστικός • (eortastikós) m (feminine εορταστική, neuter εορταστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εορταστικός • | εορταστική • | εορταστικό • | εορταστικοί • | εορταστικές • | εορταστικά • |
genitive | εορταστικού • | εορταστικής • | εορταστικού • | εορταστικών • | εορταστικών • | εορταστικών • |
accusative | εορταστικό • | εορταστική • | εορταστικό • | εορταστικούς • | εορταστικές • | εορταστικά • |
vocative | εορταστικέ • | εορταστική • | εορταστικό • | εορταστικοί • | εορταστικές • | εορταστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εορταστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εορταστικός, etc.) |