επαναστατικός • (epanastatikós) m (feminine επαναστατική, neuter επαναστατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επαναστατικός (epanastatikós) | επαναστατική (epanastatikí) | επαναστατικό (epanastatikó) | επαναστατικοί (epanastatikoí) | επαναστατικές (epanastatikés) | επαναστατικά (epanastatiká) | |
genitive | επαναστατικού (epanastatikoú) | επαναστατικής (epanastatikís) | επαναστατικού (epanastatikoú) | επαναστατικών (epanastatikón) | επαναστατικών (epanastatikón) | επαναστατικών (epanastatikón) | |
accusative | επαναστατικό (epanastatikó) | επαναστατική (epanastatikí) | επαναστατικό (epanastatikó) | επαναστατικούς (epanastatikoús) | επαναστατικές (epanastatikés) | επαναστατικά (epanastatiká) | |
vocative | επαναστατικέ (epanastatiké) | επαναστατική (epanastatikí) | επαναστατικό (epanastatikó) | επαναστατικοί (epanastatikoí) | επαναστατικές (epanastatikés) | επαναστατικά (epanastatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επαναστατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επαναστατικός, etc.)