Learnedly, from Ancient Greek ἐρωτικός (erōtikós).
ερωτικός • (erotikós) m (feminine ερωτική, neuter ερωτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτικός • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
genitive | ερωτικού • | ερωτικής • | ερωτικού • | ερωτικών • | ερωτικών • | ερωτικών • |
accusative | ερωτικό • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικούς • | ερωτικές • | ερωτικά • |
vocative | ερωτικέ • | ερωτική • | ερωτικό • | ερωτικοί • | ερωτικές • | ερωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερωτικός, etc.) |