θρυλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word θρυλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word θρυλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say θρυλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word θρυλικός you have here. The definition of the word θρυλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofθρυλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

θρυλικός (thrylikósm (feminine θρυλική, neuter θρυλικό)

  1. legendary (of or pertaining to a legend)

Declension

Declension of θρυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικός (thrylikós) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικοί (thrylikoí) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)
genitive θρυλικού (thrylikoú) θρυλικής (thrylikís) θρυλικού (thrylikoú) θρυλικών (thrylikón) θρυλικών (thrylikón) θρυλικών (thrylikón)
accusative θρυλικό (thrylikó) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικούς (thrylikoús) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)
vocative θρυλικέ (thryliké) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικοί (thrylikoí) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρυλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρυλικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικότερος (thrylikóteros) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότεροι (thrylikóteroi) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)
genitive θρυλικότερου (thrylikóterou) θρυλικότερης (thrylikóteris) θρυλικότερου (thrylikóterou) θρυλικότερων (thrylikóteron) θρυλικότερων (thrylikóteron) θρυλικότερων (thrylikóteron)
accusative θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότερους (thrylikóterous) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)
vocative θρυλικότερε (thrylikótere) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότεροι (thrylikóteroi) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θρυλικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικότατος (thrylikótatos) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατοι (thrylikótatoi) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)
genitive θρυλικότατου (thrylikótatou) θρυλικότατης (thrylikótatis) θρυλικότατου (thrylikótatou) θρυλικότατων (thrylikótaton) θρυλικότατων (thrylikótaton) θρυλικότατων (thrylikótaton)
accusative θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατους (thrylikótatous) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)
vocative θρυλικότατε (thrylikótate) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατοι (thrylikótatoi) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)