ιδανικός • (idanikós) m (feminine ιδανική, neuter ιδανικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδανικός • | ιδανική • | ιδανικό • | ιδανικοί • | ιδανικές • | ιδανικά • |
genitive | ιδανικού • | ιδανικής • | ιδανικού • | ιδανικών • | ιδανικών • | ιδανικών • |
accusative | ιδανικό • | ιδανική • | ιδανικό • | ιδανικούς • | ιδανικές • | ιδανικά • |
vocative | ιδανικέ • | ιδανική • | ιδανικό • | ιδανικοί • | ιδανικές • | ιδανικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδανικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδανικός, etc.) |