ικανός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ικανός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ικανός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ικανός in singular and plural. Everything you need to know about the word ικανός you have here. The definition of the word ικανός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofικανός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἱκανός

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἱκανός (hikanós).

Adjective

ικανός (ikanósm (feminine ικανή, neuter ικανό)

  1. able, capable, skilled, able-bodied, competent
  2. (military) fit, battle ready

Declension

Declension of ικανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ικανός (ikanós) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανοί (ikanoí) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)
genitive ικανού (ikanoú) ικανής (ikanís) ικανού (ikanoú) ικανών (ikanón) ικανών (ikanón) ικανών (ikanón)
accusative ικανό (ikanó) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανούς (ikanoús) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)
vocative ικανέ (ikané) ικανή (ikaní) ικανό (ikanó) ικανοί (ikanoí) ικανές (ikanés) ικανά (ikaná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ικανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ικανός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ικανότερος (ikanóteros) ικανότερη (ikanóteri) ικανότερο (ikanótero) ικανότεροι (ikanóteroi) ικανότερες (ikanóteres) ικανότερα (ikanótera)
genitive ικανότερου (ikanóterou) ικανότερης (ikanóteris) ικανότερου (ikanóterou) ικανότερων (ikanóteron) ικανότερων (ikanóteron) ικανότερων (ikanóteron)
accusative ικανότερο (ikanótero) ικανότερη (ikanóteri) ικανότερο (ikanótero) ικανότερους (ikanóterous) ικανότερες (ikanóteres) ικανότερα (ikanótera)
vocative ικανότερε (ikanótere) ικανότερη (ikanóteri) ικανότερο (ikanótero) ικανότεροι (ikanóteroi) ικανότερες (ikanóteres) ικανότερα (ikanótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ικανότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ικανότατος (ikanótatos) ικανότατη (ikanótati) ικανότατο (ikanótato) ικανότατοι (ikanótatoi) ικανότατες (ikanótates) ικανότατα (ikanótata)
genitive ικανότατου (ikanótatou) ικανότατης (ikanótatis) ικανότατου (ikanótatou) ικανότατων (ikanótaton) ικανότατων (ikanótaton) ικανότατων (ikanótaton)
accusative ικανότατο (ikanótato) ικανότατη (ikanótati) ικανότατο (ikanótato) ικανότατους (ikanótatous) ικανότατες (ikanótates) ικανότατα (ikanótata)
vocative ικανότατε (ikanótate) ικανότατη (ikanótati) ικανότατο (ikanótato) ικανότατοι (ikanótatoi) ικανότατες (ikanótates) ικανότατα (ikanótata)

Antonyms

Descendants

  • Aromanian: icano