From Ancient Greek ἱκανός (hikanós).
ικανός • (ikanós) m (feminine ικανή, neuter ικανό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ικανός • | ικανή • | ικανό • | ικανοί • | ικανές • | ικανά • |
genitive | ικανού • | ικανής • | ικανού • | ικανών • | ικανών • | ικανών • |
accusative | ικανό • | ικανή • | ικανό • | ικανούς • | ικανές • | ικανά • |
vocative | ικανέ • | ικανή • | ικανό • | ικανοί • | ικανές • | ικανά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ικανός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ικανός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ικανότερος • | ικανότερη • | ικανότερο • | ικανότεροι • | ικανότερες • | ικανότερα • |
genitive | ικανότερου • | ικανότερης • | ικανότερου • | ικανότερων • | ικανότερων • | ικανότερων • |
accusative | ικανότερο • | ικανότερη • | ικανότερο • | ικανότερους • | ικανότερες • | ικανότερα • |
vocative | ικανότερε • | ικανότερη • | ικανότερο • | ικανότεροι • | ικανότερες • | ικανότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ικανότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ικανότατος • | ικανότατη • | ικανότατο • | ικανότατοι • | ικανότατες • | ικανότατα • |
genitive | ικανότατου • | ικανότατης • | ικανότατου • | ικανότατων • | ικανότατων • | ικανότατων • |
accusative | ικανότατο • | ικανότατη • | ικανότατο • | ικανότατους • | ικανότατες • | ικανότατα • |
vocative | ικανότατε • | ικανότατη • | ικανότατο • | ικανότατοι • | ικανότατες • | ικανότατα • |