ισλανδικός • (islandikós) m (feminine ισλανδική, neuter ισλανδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισλανδικός • | ισλανδική • | ισλανδικό • | ισλανδικοί • | ισλανδικές • | ισλανδικά • |
genitive | ισλανδικού • | ισλανδικής • | ισλανδικού • | ισλανδικών • | ισλανδικών • | ισλανδικών • |
accusative | ισλανδικό • | ισλανδική • | ισλανδικό • | ισλανδικούς • | ισλανδικές • | ισλανδικά • |
vocative | ισλανδικέ • | ισλανδική • | ισλανδικό • | ισλανδικοί • | ισλανδικές • | ισλανδικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισλανδικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισλανδικός, etc.) |