ισπανικός • (ispanikós) m (feminine ισπανική, neuter ισπανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισπανικός (ispanikós) | ισπανική (ispanikí) | ισπανικό (ispanikó) | ισπανικοί (ispanikoí) | ισπανικές (ispanikés) | ισπανικά (ispaniká) | |
genitive | ισπανικού (ispanikoú) | ισπανικής (ispanikís) | ισπανικού (ispanikoú) | ισπανικών (ispanikón) | ισπανικών (ispanikón) | ισπανικών (ispanikón) | |
accusative | ισπανικό (ispanikó) | ισπανική (ispanikí) | ισπανικό (ispanikó) | ισπανικούς (ispanikoús) | ισπανικές (ispanikés) | ισπανικά (ispaniká) | |
vocative | ισπανικέ (ispaniké) | ισπανική (ispanikí) | ισπανικό (ispanikó) | ισπανικοί (ispanikoí) | ισπανικές (ispanikés) | ισπανικά (ispaniká) |