Learnedly from καθημεριν(ός) (kathimerin(ós)) + -ότητα (-ótita).[1]
καθημερινότητα • (kathimerinótita) f (plural καθημερινότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |
genitive | καθημερινότητας (kathimerinótitas) καθημερινότητος (kathimerinótitos) |
καθημερινοτήτων (kathimerinotíton) |
accusative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |
vocative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |