κακόβουλος • (kakóvoulos) m (feminine κακόβουλη, neuter κακόβουλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κακόβουλος (kakóvoulos) | κακόβουλη (kakóvouli) | κακόβουλο (kakóvoulo) | κακόβουλοι (kakóvouloi) | κακόβουλες (kakóvoules) | κακόβουλα (kakóvoula) | |
genitive | κακόβουλου (kakóvoulou) | κακόβουλης (kakóvoulis) | κακόβουλου (kakóvoulou) | κακόβουλων (kakóvoulon) | κακόβουλων (kakóvoulon) | κακόβουλων (kakóvoulon) | |
accusative | κακόβουλο (kakóvoulo) | κακόβουλη (kakóvouli) | κακόβουλο (kakóvoulo) | κακόβουλους (kakóvoulous) | κακόβουλες (kakóvoules) | κακόβουλα (kakóvoula) | |
vocative | κακόβουλε (kakóvoule) | κακόβουλη (kakóvouli) | κακόβουλο (kakóvoulo) | κακόβουλοι (kakóvouloi) | κακόβουλες (kakóvoules) | κακόβουλα (kakóvoula) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακόβουλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακόβουλος, etc.)