Learnedly from καλλιτέχν(ης) (kallitéchn(is), “artist”) + -ικός (-ikós).[1]
καλλιτεχνικός • (kallitechnikós) m (feminine καλλιτεχνική, neuter καλλιτεχνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καλλιτεχνικός (kallitechnikós) | καλλιτεχνική (kallitechnikí) | καλλιτεχνικό (kallitechnikó) | καλλιτεχνικοί (kallitechnikoí) | καλλιτεχνικές (kallitechnikés) | καλλιτεχνικά (kallitechniká) | |
genitive | καλλιτεχνικού (kallitechnikoú) | καλλιτεχνικής (kallitechnikís) | καλλιτεχνικού (kallitechnikoú) | καλλιτεχνικών (kallitechnikón) | καλλιτεχνικών (kallitechnikón) | καλλιτεχνικών (kallitechnikón) | |
accusative | καλλιτεχνικό (kallitechnikó) | καλλιτεχνική (kallitechnikí) | καλλιτεχνικό (kallitechnikó) | καλλιτεχνικούς (kallitechnikoús) | καλλιτεχνικές (kallitechnikés) | καλλιτεχνικά (kallitechniká) | |
vocative | καλλιτεχνικέ (kallitechniké) | καλλιτεχνική (kallitechnikí) | καλλιτεχνικό (kallitechnikó) | καλλιτεχνικοί (kallitechnikoí) | καλλιτεχνικές (kallitechnikés) | καλλιτεχνικά (kallitechniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλλιτεχνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλλιτεχνικός, etc.)