κυανός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word κυανός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word κυανός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say κυανός in singular and plural. Everything you need to know about the word κυανός you have here. The definition of the word κυανός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκυανός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: κύανος

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek κύανος (kúanos), also see the Mediaeval κυανός m (kuanós), from Ancient Greek κῠᾰνοῦς (kuanoûs)/κῠᾰ́νεος (kuáneos, adjective) from κύανος (kúanos, noun).[1] Cognate with Mycenaean Greek 𐀓𐀷𐀜 (ku-wa-no) and Tsakonian κουβάνε (kouváne).[2]

Pronunciation

  • IPA(key): /ci.aˈnos/
  • Hyphenation: κυ‧α‧νός

Adjective

κυανός (kyanósm (feminine κυανή, neuter κυανό)

  1. (formal, contemporary) cyan or sky blue
    (older): blue
  2. (as noun) see: κυανό (kyanó, the colour cyan)

Declension

Declension of κυανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυανός (kyanós) κυανή (kyaní) κυανό (kyanó) κυανοί (kyanoí) κυανές (kyanés) κυανά (kyaná)
genitive κυανού (kyanoú) κυανής (kyanís) κυανού (kyanoú) κυανών (kyanón) κυανών (kyanón) κυανών (kyanón)
accusative κυανό (kyanó) κυανή (kyaní) κυανό (kyanó) κυανούς (kyanoús) κυανές (kyanés) κυανά (kyaná)
vocative κυανέ (kyané) κυανή (kyaní) κυανό (kyanó) κυανοί (kyanoí) κυανές (kyanés) κυανά (kyaná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυανός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυανότερος (kyanóteros) κυανότερη (kyanóteri) κυανότερο (kyanótero) κυανότεροι (kyanóteroi) κυανότερες (kyanóteres) κυανότερα (kyanótera)
genitive κυανότερου (kyanóterou) κυανότερης (kyanóteris) κυανότερου (kyanóterou) κυανότερων (kyanóteron) κυανότερων (kyanóteron) κυανότερων (kyanóteron)
accusative κυανότερο (kyanótero) κυανότερη (kyanóteri) κυανότερο (kyanótero) κυανότερους (kyanóterous) κυανότερες (kyanóteres) κυανότερα (kyanótera)
vocative κυανότερε (kyanótere) κυανότερη (kyanóteri) κυανότερο (kyanótero) κυανότεροι (kyanóteroi) κυανότερες (kyanóteres) κυανότερα (kyanótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κυανότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυανότατος (kyanótatos) κυανότατη (kyanótati) κυανότατο (kyanótato) κυανότατοι (kyanótatoi) κυανότατες (kyanótates) κυανότατα (kyanótata)
genitive κυανότατου (kyanótatou) κυανότατης (kyanótatis) κυανότατου (kyanótatou) κυανότατων (kyanótaton) κυανότατων (kyanótaton) κυανότατων (kyanótaton)
accusative κυανότατο (kyanótato) κυανότατη (kyanótati) κυανότατο (kyanótato) κυανότατους (kyanótatous) κυανότατες (kyanótates) κυανότατα (kyanótata)
vocative κυανότατε (kyanótate) κυανότατη (kyanótati) κυανότατο (kyanótato) κυανότατοι (kyanótatoi) κυανότατες (kyanótates) κυανότατα (kyanótata)

Synonyms

See also

Colors in Greek · χρώματα (chrómata) (layout · text)
     λευκό (lefkó)      γκρι (gkri)      μαύρο (mávro)
             κόκκινο (kókkino); βυσσινί (vyssiní)              πορτοκαλί (portokalí); καφέ (kafé)              κίτρινο (kítrino); κρεμ (krem)
             λαχανί (lachaní)              πράσινο (prásino)             
             κυανό (kyanó); βαθυκύανο (vathykýano)              γαλάζιο (galázio)              μπλε (ble)
             ιόχρους (ióchrous); ινδικό (indikó)              ματζέντα (matzénta); μωβ (mov)              ροζ (roz)

References

  1. ^ κυανός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ κυανός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre

Further reading