λειτουργικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word λειτουργικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word λειτουργικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say λειτουργικός in singular and plural. Everything you need to know about the word λειτουργικός you have here. The definition of the word λειτουργικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofλειτουργικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

λειτουργικός (leitourgikósm (feminine λειτουργική, neuter λειτουργικό)

  1. operational, operating, running
  2. functional

Declension

Declension of λειτουργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λειτουργικός (leitourgikós) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικοί (leitourgikoí) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)
genitive λειτουργικού (leitourgikoú) λειτουργικής (leitourgikís) λειτουργικού (leitourgikoú) λειτουργικών (leitourgikón) λειτουργικών (leitourgikón) λειτουργικών (leitourgikón)
accusative λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικούς (leitourgikoús) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)
vocative λειτουργικέ (leitourgiké) λειτουργική (leitourgikí) λειτουργικό (leitourgikó) λειτουργικοί (leitourgikoí) λειτουργικές (leitourgikés) λειτουργικά (leitourgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λειτουργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λειτουργικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λειτουργικότερος (leitourgikóteros) λειτουργικότερη (leitourgikóteri) λειτουργικότερο (leitourgikótero) λειτουργικότεροι (leitourgikóteroi) λειτουργικότερες (leitourgikóteres) λειτουργικότερα (leitourgikótera)
genitive λειτουργικότερου (leitourgikóterou) λειτουργικότερης (leitourgikóteris) λειτουργικότερου (leitourgikóterou) λειτουργικότερων (leitourgikóteron) λειτουργικότερων (leitourgikóteron) λειτουργικότερων (leitourgikóteron)
accusative λειτουργικότερο (leitourgikótero) λειτουργικότερη (leitourgikóteri) λειτουργικότερο (leitourgikótero) λειτουργικότερους (leitourgikóterous) λειτουργικότερες (leitourgikóteres) λειτουργικότερα (leitourgikótera)
vocative λειτουργικότερε (leitourgikótere) λειτουργικότερη (leitourgikóteri) λειτουργικότερο (leitourgikótero) λειτουργικότεροι (leitourgikóteroi) λειτουργικότερες (leitourgikóteres) λειτουργικότερα (leitourgikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο λειτουργικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λειτουργικότητος (leitourgikótitos) λειτουργικότητη (leitourgikótiti) λειτουργικότητο (leitourgikótito) λειτουργικότητοι (leitourgikótitoi) λειτουργικότητες (leitourgikótites) λειτουργικότητα (leitourgikótita)
genitive λειτουργικότητου (leitourgikótitou) λειτουργικότητης (leitourgikótitis) λειτουργικότητου (leitourgikótitou) λειτουργικότητων (leitourgikótiton) λειτουργικότητων (leitourgikótiton) λειτουργικότητων (leitourgikótiton)
accusative λειτουργικότητο (leitourgikótito) λειτουργικότητη (leitourgikótiti) λειτουργικότητο (leitourgikótito) λειτουργικότητους (leitourgikótitous) λειτουργικότητες (leitourgikótites) λειτουργικότητα (leitourgikótita)
vocative λειτουργικότητε (leitourgikótite) λειτουργικότητη (leitourgikótiti) λειτουργικότητο (leitourgikótito) λειτουργικότητοι (leitourgikótitoi) λειτουργικότητες (leitourgikótites) λειτουργικότητα (leitourgikótita)