From Byzantine Greek μελαχρινός (melakhrinós), from Ancient Greek μελάχρους (melákhrous).
μελαχρινός • (melachrinós) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελαχρινός • | μελαχρινή • | μελαχρινό • | μελαχρινοί • | μελαχρινές • | μελαχρινά • |
genitive | μελαχρινού • | μελαχρινής • | μελαχρινού • | μελαχρινών • | μελαχρινών • | μελαχρινών • |
accusative | μελαχρινό • | μελαχρινή • | μελαχρινό • | μελαχρινούς • | μελαχρινές • | μελαχρινά • |
vocative | μελαχρινέ • | μελαχρινή • | μελαχρινό • | μελαχρινοί • | μελαχρινές • | μελαχρινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελαχρινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελαχρινός, etc.) |