From νη- (nē-) + , variant of ἀ- (a-, “un-”) + the root of ἁμαρτάνω (hamartánō, “to err”) + -ής (-ḗs, adjective suffix).
νημερτής • (nēmertḗs) m or f (neuter νημερτές); third declension (Epic)
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | νημερτής nēmertḗs |
νημερτές nēmertés |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτεῖς / νημερτέες nēmerteîs / nēmertées |
νημερτέᾰ nēmertéă | ||||||||
Genitive | νημερτέος / νημερτεῦς nēmertéos / nēmerteûs |
νημερτέος / νημερτεῦς nēmertéos / nēmerteûs |
νημερτοῖν nēmertoîn |
νημερτοῖν nēmertoîn |
νημερτέων nēmertéōn |
νημερτέων nēmertéōn | ||||||||
Dative | νημερτεῖ / νημερτέῐ̈ nēmerteî / nēmertéĭ̈ |
νημερτεῖ / νημερτέῐ̈ nēmerteî / nēmertéĭ̈ |
νημερτοῖν nēmertoîn |
νημερτοῖν nēmertoîn |
νημερτέσῐ / νημερτέσῐν nēmertésĭ(n) |
νημερτέσῐ / νημερτέσῐν nēmertésĭ(n) | ||||||||
Accusative | νημερτέᾰ nēmertéă |
νημερτές nēmertés |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτέᾰς nēmertéăs |
νημερτέᾰ nēmertéă | ||||||||
Vocative | νημερτές nēmertés |
νημερτές nēmertés |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτεῖ / νημερτέε nēmerteî / nēmertée |
νημερτεῖς / νημερτέες nēmerteîs / nēmertées |
νημερτέᾰ nēmertéă | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
νημερτές / νημερτέᾰ / νημερτέως nēmertés / nēmertéă / nēmertéōs |
νημερτέστερος nēmertésteros |
νημερτέστᾰτος nēmertéstătos | ||||||||||||
Notes: |
|