οικονομικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word οικονομικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word οικονομικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say οικονομικός in singular and plural. Everything you need to know about the word οικονομικός you have here. The definition of the word οικονομικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofοικονομικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

οικονομικός (oikonomikósm (feminine οικονομική, neuter οικονομικό)

  1. economic, financial, fiscal
  2. thrifty, economical

Declension

Declension of οικονομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικονομικός (oikonomikós) οικονομική (oikonomikí) οικονομικό (oikonomikó) οικονομικοί (oikonomikoí) οικονομικές (oikonomikés) οικονομικά (oikonomiká)
genitive οικονομικού (oikonomikoú) οικονομικής (oikonomikís) οικονομικού (oikonomikoú) οικονομικών (oikonomikón) οικονομικών (oikonomikón) οικονομικών (oikonomikón)
accusative οικονομικό (oikonomikó) οικονομική (oikonomikí) οικονομικό (oikonomikó) οικονομικούς (oikonomikoús) οικονομικές (oikonomikés) οικονομικά (oikonomiká)
vocative οικονομικέ (oikonomiké) οικονομική (oikonomikí) οικονομικό (oikonomikó) οικονομικοί (oikonomikoí) οικονομικές (oikonomikés) οικονομικά (oikonomiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οικονομικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οικονομικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικονομικότερος (oikonomikóteros) οικονομικότερη (oikonomikóteri) οικονομικότερο (oikonomikótero) οικονομικότεροι (oikonomikóteroi) οικονομικότερες (oikonomikóteres) οικονομικότερα (oikonomikótera)
genitive οικονομικότερου (oikonomikóterou) οικονομικότερης (oikonomikóteris) οικονομικότερου (oikonomikóterou) οικονομικότερων (oikonomikóteron) οικονομικότερων (oikonomikóteron) οικονομικότερων (oikonomikóteron)
accusative οικονομικότερο (oikonomikótero) οικονομικότερη (oikonomikóteri) οικονομικότερο (oikonomikótero) οικονομικότερους (oikonomikóterous) οικονομικότερες (oikonomikóteres) οικονομικότερα (oikonomikótera)
vocative οικονομικότερε (oikonomikótere) οικονομικότερη (oikonomikóteri) οικονομικότερο (oikonomikótero) οικονομικότεροι (oikonomikóteroi) οικονομικότερες (oikonomikóteres) οικονομικότερα (oikonomikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο οικονομικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οικονομικότατος (oikonomikótatos) οικονομικότατη (oikonomikótati) οικονομικότατο (oikonomikótato) οικονομικότατοι (oikonomikótatoi) οικονομικότατες (oikonomikótates) οικονομικότατα (oikonomikótata)
genitive οικονομικότατου (oikonomikótatou) οικονομικότατης (oikonomikótatis) οικονομικότατου (oikonomikótatou) οικονομικότατων (oikonomikótaton) οικονομικότατων (oikonomikótaton) οικονομικότατων (oikonomikótaton)
accusative οικονομικότατο (oikonomikótato) οικονομικότατη (oikonomikótati) οικονομικότατο (oikonomikótato) οικονομικότατους (oikonomikótatous) οικονομικότατες (oikonomikótates) οικονομικότατα (oikonomikótata)
vocative οικονομικότατε (oikonomikótate) οικονομικότατη (oikonomikótati) οικονομικότατο (oikonomikótato) οικονομικότατοι (oikonomikótatoi) οικονομικότατες (oikonomikótates) οικονομικότατα (oikonomikótata)