οικονομικός • (oikonomikós) m (feminine οικονομική, neuter οικονομικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικονομικός • | οικονομική • | οικονομικό • | οικονομικοί • | οικονομικές • | οικονομικά • |
genitive | οικονομικού • | οικονομικής • | οικονομικού • | οικονομικών • | οικονομικών • | οικονομικών • |
accusative | οικονομικό • | οικονομική • | οικονομικό • | οικονομικούς • | οικονομικές • | οικονομικά • |
vocative | οικονομικέ • | οικονομική • | οικονομικό • | οικονομικοί • | οικονομικές • | οικονομικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οικονομικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οικονομικός, etc.) |