Learned borrowing from French organiser. By surface analysis, όργανο (órgano) + -ώνω (-óno).[1]
οργανώνω • (organóno) (past οργάνωσα, passive οργανώνομαι, p‑past οργανώθηκα, ppp οργανωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | οργανώνω | οργανώσω | οργανώνομαι | οργανωθώ |
2 sg | οργανώνεις | οργανώσεις | οργανώνεσαι | οργανωθείς |
3 sg | οργανώνει | οργανώσει | οργανώνεται | οργανωθεί |
1 pl | οργανώνουμε, [‑ομε] | οργανώσουμε, [‑ομε] | οργανωνόμαστε | οργανωθούμε |
2 pl | οργανώνετε | οργανώσετε | οργανώνεστε, οργανωνόσαστε | οργανωθείτε |
3 pl | οργανώνουν(ε) | οργανώσουν(ε) | οργανώνονται | οργανωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | οργάνωνα | οργάνωσα | οργανωνόμουν(α) | οργανώθηκα |
2 sg | οργάνωνες | οργάνωσες | οργανωνόσουν(α) | οργανώθηκες |
3 sg | οργάνωνε | οργάνωσε | οργανωνόταν(ε) | οργανώθηκε |
1 pl | οργανώναμε | οργανώσαμε | οργανωνόμασταν, (‑όμαστε) | οργανωθήκαμε |
2 pl | οργανώνατε | οργανώσατε | οργανωνόσασταν, (‑όσαστε) | οργανωθήκατε |
3 pl | οργάνωναν, οργανώναν(ε) | οργάνωσαν, οργανώσαν(ε) | οργανώνονταν, (οργανωνόντουσαν) | οργανώθηκαν, οργανωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα οργανώνω ➤ | θα οργανώσω ➤ | θα οργανώνομαι ➤ | θα οργανωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα οργανώνεις, … | θα οργανώσεις, … | θα οργανώνεσαι, … | θα οργανωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … οργανώσει έχω, έχεις, … οργανωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … οργανωθεί είμαι, είσαι, … οργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … οργανώσει είχα, είχες, … οργανωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … οργανωθεί ήμουν, ήσουν, … οργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … οργανώσει θα έχω, θα έχεις, … οργανωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … οργανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … οργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | οργάνωνε | οργάνωσε | — | οργανώσου |
2 pl | οργανώνετε | οργανώστε | οργανώνεστε | οργανωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | οργανώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας οργανώσει ➤ | οργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | οργανώσει | οργανωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||