Hello, you have come here looking for the meaning of the word
παρηγορώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
παρηγορώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
παρηγορώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
παρηγορώ you have here. The definition of the word
παρηγορώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
παρηγορώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
- παρηγοράω (parigoráo) (colloquial, not common)
Etymology
Inherited from Ancient Greek παρηγορῶ (parēgorô), contracted form of παρηγορέω (parēgoréō), from παρήγορος (parḗgoros).
Pronunciation
- IPA(key): /pa.ɾi.ɣoˈɾo/
- Hyphenation: πα‧ρη‧γο‧ρώ
Verb
παρηγορώ • (parigoró) / παρηγοράω (past παρηγόρησα, passive παρηγορούμαι/παρηγοριέμαι, p‑past παρηγορήθηκα, ppp παρηγορημένος)
- to comfort, console
Conjugation
παρηγορώ, παρηγορούμαι - παρηγοράω, παρηγοριέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
παρηγορώ - παρηγοράω1
|
παρηγορήσω
|
παρηγορούμαι - παρηγοριέμαι1
|
παρηγορηθώ
|
2 sg
|
παρηγορείς - παρηγοράς
|
παρηγορήσεις
|
παρηγορείσαι - παρηγοριέσαι
|
παρηγορηθείς
|
3 sg
|
παρηγορεί - παρηγοράει
|
παρηγορήσει
|
παρηγορείται - παρηγοριέται
|
παρηγορηθεί
|
|
1 pl
|
παρηγορούμε - παρηγοράμε
|
παρηγορήσουμε, [-ομε]
|
παρηγορούμαστε - παρηγοριόμαστε
|
παρηγορηθούμε
|
2 pl
|
παρηγορείτε - παρηγοράτε
|
παρηγορήσετε
|
παρηγορείστε, {παρηγορείσθε} - παρηγοριέστε, (‑ιόσαστε)
|
παρηγορηθείτε
|
3 pl
|
παρηγορούν(ε) - παρηγοράνε, παρηγοράν
|
παρηγορήσουν(ε)
|
παρηγορούνται - παρηγοριούνται, (‑ιόνται)
|
παρηγορηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
παρηγορούσα - παρηγόραγα
|
παρηγόρησα
|
[παρηγορούμουν]2 - παρηγοριόμουν(α)
|
παρηγορήθηκα
|
2 sg
|
παρηγορούσες - παρηγόραγες
|
παρηγόρησες
|
[παρηγορούσουν] - παρηγοριόσουν(α)
|
παρηγορήθηκες
|
3 sg
|
παρηγορούσε - παρηγόραγε
|
παρηγόρησε
|
παρηγορούνταν -παρηγοριόταν(ε)
|
παρηγορήθηκε
|
|
1 pl
|
παρηγορούσαμε - παρηγοράγαμε
|
παρηγορήσαμε
|
παρηγορούμασταν, (‑ούμαστε) - παρηγοριόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
παρηγορηθήκαμε
|
2 pl
|
παρηγορούσατε - παρηγοράγατε
|
παρηγορήσατε
|
[παρηγορούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - παρηγοριόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
παρηγορηθήκατε
|
3 pl
|
παρηγορούσαν(ε) - παρηγόραγαν, παρηγοράγανε
|
παρηγόρησαν, παρηγορήσαν(ε)
|
παρηγορούνταν - παρηγοριόνταν(ε), παρηγοριόντουσαν, παρηγοριούνταν
|
παρηγορήθηκαν, παρηγορηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα παρηγορώ - θα παρηγοράω ➤
|
θα παρηγορήσω ➤
|
θα παρηγορούμαι - παρηγοριέμαι ➤
|
θα παρηγορηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα παρηγορείς - παρηγοράς, …
|
θα παρηγορήσεις, …
|
θα παρηγορείσαι - παρηγοριέσαι, …
|
θα παρηγορηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … παρηγορήσει έχω, έχεις, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … παρηγορηθεί είμαι, είσαι, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … παρηγορήσει είχα, είχες, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … παρηγορηθεί ήμουν, ήσουν, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … παρηγορήσει θα έχω, θα έχεις, … παρηγορημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … παρηγορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρηγορημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
παρηγόρα, παρηγόραγε
|
παρηγόρησε, παρηγόρα
|
—
|
παρηγορήσου
|
2 pl
|
παρηγορείτε - παρηγοράτε
|
παρηγορήστε
|
παρηγορείστε - παρηγοριέστε
|
παρηγορηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
παρηγορώντας ➤
|
παρηγορούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας παρηγορήσει ➤
|
παρηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
παρηγορήσει
|
παρηγορηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|