Hello, you have come here looking for the meaning of the word
παρουσιάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
παρουσιάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
παρουσιάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
παρουσιάζω you have here. The definition of the word
παρουσιάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
παρουσιάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From Koine Greek παρουσιάζω (parousiázō), from Ancient Greek παρουσία (parousía), with some modern semantic influence from French présenter.
Pronunciation
- IPA(key): /pa.ɾu.siˈa.zo/
- Hyphenation: πα‧ρου‧σι‧ά‧ζω
Verb
παρουσιάζω • (parousiázo) (past παρουσίασα, passive παρουσιάζομαι)
- to present, introduce, show, submit
Conjugation
παρουσιάζω παρουσιάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
παρουσιάζω
|
παρουσιάσω
|
παρουσιάζομαι
|
παρουσιαστώ
|
2 sg
|
παρουσιάζεις
|
παρουσιάσεις
|
παρουσιάζεσαι
|
παρουσιαστείς
|
3 sg
|
παρουσιάζει
|
παρουσιάσει
|
παρουσιάζεται
|
παρουσιαστεί
|
|
1 pl
|
παρουσιάζουμε, [‑ομε]
|
παρουσιάσουμε, [‑ομε]
|
παρουσιαζόμαστε
|
παρουσιαστούμε
|
2 pl
|
παρουσιάζετε
|
παρουσιάσετε
|
παρουσιάζεστε, παρουσιαζόσαστε
|
παρουσιαστείτε
|
3 pl
|
παρουσιάζουν(ε)
|
παρουσιάσουν(ε)
|
παρουσιάζονται
|
παρουσιαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
παρουσίαζα
|
παρουσίασα
|
παρουσιαζόμουν(α)
|
παρουσιάστηκα
|
2 sg
|
παρουσίαζες
|
παρουσίασες
|
παρουσιαζόσουν(α)
|
παρουσιάστηκες
|
3 sg
|
παρουσίαζε
|
παρουσίασε
|
παρουσιαζόταν(ε)
|
παρουσιάστηκε
|
|
1 pl
|
παρουσιάζαμε
|
παρουσιάσαμε
|
παρουσιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
παρουσιαστήκαμε
|
2 pl
|
παρουσιάζατε
|
παρουσιάσατε
|
παρουσιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
παρουσιαστήκατε
|
3 pl
|
παρουσίαζαν, παρουσιάζαν(ε)
|
παρουσίασαν, παρουσιάσαν(ε)
|
παρουσιάζονταν, (παρουσιαζόντουσαν)
|
παρουσιάστηκαν, παρουσιαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα παρουσιάζω ➤
|
θα παρουσιάσω ➤
|
θα παρουσιάζομαι ➤
|
θα παρουσιαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα παρουσιάζεις, …
|
θα παρουσιάσεις, …
|
θα παρουσιάζεσαι, …
|
θα παρουσιαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … παρουσιάσει έχω, έχεις, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … παρουσιαστεί είμαι, είσαι, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … παρουσιάσει είχα, είχες, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … παρουσιαστεί ήμουν, ήσουν, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … παρουσιάσει θα έχω, θα έχεις, … παρουσιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … παρουσιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
παρουσίαζε
|
παρουσίασε
|
—
|
παρουσιάσου
|
2 pl
|
παρουσιάζετε
|
παρουσιάστε
|
παρουσιάζεστε
|
παρουσιαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
παρουσιάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας παρουσιάσει ➤
|
παρουσιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
παρουσιάσει
|
παρουσιαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
- υποβάλλω (ypovállo, “to apply for, to submit”)
- απαρουσίαστος (aparousíastos, “unpresentable”)
- αυτοπαρουσιάζομαι (aftoparousiázomai, “to introduce oneself”)
- ευπαρουσίαστος (efparousíastos, “personable, presentable”)
- παρουσιάσιμος (parousiásimos, “presentable”)
- παρουσιαστής m (parousiastís, “presenter, speaker”)
- παρουσιάστρια f (parousiástria, “presenter”)
- παρουσιαστικό n (parousiastikó, “presence, poise”)
- παρουσία f (parousía, “presence”)
- παρουσίαση f (parousíasi, “presentation”)
- and see: παρών (parón, “being present”)