From Ancient Greek πιστωτικός (pistōtikós), from πιστόω (pistóo) + -τικός (-tikós), from πιστός (pistós, “trustworthy”).
πιστωτικός • (pistotikós) m (feminine πιστωτική, neuter πιστωτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πιστωτικός • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικοί • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |
genitive | πιστωτικού • | πιστωτικής • | πιστωτικού • | πιστωτικών • | πιστωτικών • | πιστωτικών • |
accusative | πιστωτικό • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικούς • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |
vocative | πιστωτικέ • | πιστωτική • | πιστωτικό • | πιστωτικοί • | πιστωτικές • | πιστωτικά • |