ποδοσφαιρικός • (podosfairikós) m (feminine ποδοσφαιρική, neuter ποδοσφαιρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ποδοσφαιρικός (podosfairikós) | ποδοσφαιρική (podosfairikí) | ποδοσφαιρικό (podosfairikó) | ποδοσφαιρικοί (podosfairikoí) | ποδοσφαιρικές (podosfairikés) | ποδοσφαιρικά (podosfairiká) | |
genitive | ποδοσφαιρικού (podosfairikoú) | ποδοσφαιρικής (podosfairikís) | ποδοσφαιρικού (podosfairikoú) | ποδοσφαιρικών (podosfairikón) | ποδοσφαιρικών (podosfairikón) | ποδοσφαιρικών (podosfairikón) | |
accusative | ποδοσφαιρικό (podosfairikó) | ποδοσφαιρική (podosfairikí) | ποδοσφαιρικό (podosfairikó) | ποδοσφαιρικούς (podosfairikoús) | ποδοσφαιρικές (podosfairikés) | ποδοσφαιρικά (podosfairiká) | |
vocative | ποδοσφαιρικέ (podosfairiké) | ποδοσφαιρική (podosfairikí) | ποδοσφαιρικό (podosfairikó) | ποδοσφαιρικοί (podosfairikoí) | ποδοσφαιρικές (podosfairikés) | ποδοσφαιρικά (podosfairiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποδοσφαιρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποδοσφαιρικός, etc.)