προδοτικός • (prodotikós) m (feminine προδοτική, neuter προδοτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προδοτικός • | προδοτική • | προδοτικό • | προδοτικοί • | προδοτικές • | προδοτικά • |
genitive | προδοτικού • | προδοτικής • | προδοτικού • | προδοτικών • | προδοτικών • | προδοτικών • |
accusative | προδοτικό • | προδοτική • | προδοτικό • | προδοτικούς • | προδοτικές • | προδοτικά • |
vocative | προδοτικέ • | προδοτική • | προδοτικό • | προδοτικοί • | προδοτικές • | προδοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προδοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προδοτικός, etc.) |