προσεκτικός • (prosektikós) m (feminine προσεκτική, neuter προσεκτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσεκτικός • | προσεκτική • | προσεκτικό • | προσεκτικοί • | προσεκτικές • | προσεκτικά • |
genitive | προσεκτικού • | προσεκτικής • | προσεκτικού • | προσεκτικών • | προσεκτικών • | προσεκτικών • |
accusative | προσεκτικό • | προσεκτική • | προσεκτικό • | προσεκτικούς • | προσεκτικές • | προσεκτικά • |
vocative | προσεκτικέ • | προσεκτική • | προσεκτικό • | προσεκτικοί • | προσεκτικές • | προσεκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεκτικός, etc.) |